Το Σχίσμα

Αδερφέ μου, αυτό το γράμμα ίσως είναι το τελευταίο.
Τόσο πόνεσα, που ίσως άλλαξα.
Ίσως έσφαλα, ίσως φταίω.
Μα κατάλαβα πως οι άλλοι πια,
ποτέ δεν καταλαβαίνανε τι λέω.
Ψάχνω εκδίκηση, στην επανάσταση,
ξέρω το τέλος τους πλέον είναι αναγκαίο.
Τα όνειρα μας τα φώτισε η πόλη που 'καψα,
ζούσανε μέσα ανασφάλειες και φόβοι.
Την προφητεία τη διάβασα στα λασπόνερα,
όταν φοβόμουν να κοιτάξω πάνω ακόμη.
Μα τώρα, βρήκα το θάρρος και πάνω κοίταξα
κι αυτές οι λέξεις μου γίνανε ξιφολόγχη.
Και το κεφάλι μου άνοιξα, να χυθεί το φως.
Έχουν δική τους ιστορία τούτοι οι δρόμοι.
Κι ίσως όταν έρθει τέλος να με μισώ,
αφού τόσο επίμονα αυτό προσπαθώ.
Δεν το περίμενα ότι τον πόνο
δε θα 'βρισκα τρόπο να διαχειριστώ.
Ανεπανόρθωτα λάθη κι ασύστολα
ψέματα πως δε λυγίζω στα δύσκολα
στον εαυτό μου είπα και πείστηκα
πως έκρυβα τέχνη στο "δεν έχω τίποτα."
Άρα μη σώσουν για μένα να πουν,
όσοι βασίζονται μόνο στην όραση,
όσοι όταν ανοίγεσαι δε σε ακούν
και βρίσκουν στον πόνο των άλλων απόλαυση.
Όσοι κοιτούν και κρίνουν, απόψε πεθαίνουν,
στο στέλνω απ' τα χαρακώματα.
Τελευταία υπόκλιση,
Σχίσμα,
μέχρι το θάνατο!
Τα λέμε στην κόλαση...
Αν νιώθεις μόνος με κόσμο,
δεν είσαι ο μόνος στον κόσμο,
είμαι μαζί σου σ' αυτό...
Μόνος μου νιώθω κι εγώ!
Κι αυτό το βράδυ, γεμίζει με φαντάσματα η πόλη
και πάλι, παιδιά που προτιμούν το σκοτάδι.
Ομίχλη, στο νου ψάχνουν να κάνουν κεφάλι,
πόσο απ' τα νιάτα μας φάγαμε σ' αυτή τη σπατάλη;
Κι αν ίσως, ο κόσμος μας γεμίζει με μίσος,
εμείς πώς να μην τραβήξουμε τη σκανδάλη;
Οι άλλοι μας είχαν στην απέξω με πείσμα,
αν το αίμα σου βράζει, καλώς ήρθες στο Σχίσμα!
Απόψε την πόλη θα κάψω.
Απόψε το όνομα που 'χω διαλέξει με αίμα στους δρόμους θα γράψω.
Απόψε δεν πήγαμε πάσο.
Απόψε με όσους αφήσαν στο άσσο γιορτάζω.
Απόψε ξεχνώ τι σημαίνει η λέξη δειλιάζω,
απόψε αφήνομαι κι ας χάσω κι ας
με λένε κινητή καταστροφή.
Κι ας είναι σα να πίνω για να δίνω στα κουτσομπολιά τροφή,
εγώ γράφω μεθυσμένος κι όπου βγει.
Γράφω για να γίνω όσα ήθελα όταν ήμουνα παιδί.
Εσκεμμένα σε μένα κάνω κακό
κι ίσως να είμαι απλά άλλος ένας στη σωρό,
μα όταν πεθάνω θα λένε για μένα
"αυτός έμαθε στους ντροπαλούς το χορό."
Μέσα μου φλόγες το βράδυ ανάβει,
αν είσαι εκεί και μ' ακούς πες μου κάτι,
μικρό μου φάντασμα, ντύσου με τα άσχημα,
βάψε τα μάτια σου με το σκοτάδι,
μα έλα τώρα, δεν έχουμε χρόνο,
δε θα τους δούμε να ανοίγουνε δώρα.
Έλα να κλέψουμε μια νεκροφόρα,
το μέσα μου πέθανε πριν καμιά ώρα.
Άρα, μη σώσουν για μένα να πουν,
οι ευτυχισμένοι και όσοι μπορούν
το είδωλο τους να χαμογελάει
στον καθρέφτη να δουν γιατί αγνοούν
πόσο πονά το να μη σε ακούν
όταν θες να μιλήσεις, γιατί τραγουδούν
τραγούδια μιας νίκης που εμείς δε θα δούμε,
τραγούδια που ακούμε κι ακόμα πονούν...
Αν νιώθεις μόνος με κόσμο,
δεν είσαι ο μόνος στον κόσμο,
είμαι μαζί σου σ' αυτό...
Μόνος μου νιώθω κι εγώ!
Κι αυτό το βράδυ, γεμίζει με φαντάσματα η πόλη
και πάλι, παιδιά που προτιμούν το σκοτάδι.
Ομίχλη, στο νου ψάχνουν να κάνουν κεφάλι,
πόσα απ' τα νιάτα μας φάγαμε σ' αυτή τη σπατάλη;
Κι αν ίσως, ο κόσμος μας γεμίσει με μίσος,
εμείς πως να μην τραβήξουμε τη σκανδάλη;
Οι άλλοι μας είχαν στην απέξω με πείσμα,
αν το αίμα σου βράζει, καλώς ήρθες στο Σχίσμα!
Κι αν αδερφέ μου στη μάχη χαθείς
και το σπαθί των τριάντα σε κόψει,
θα σε θυμάμαι, εγώ κι άλλοι τόσοι,
σαν ένα παιδί στο πεδίο βολής.
Σχίσμα! Μέχρι το θάνατο!
Σχίσμα! Μέχρι το θάνατο!
Σχίσμα! Μέχρι το θάνατο!
Σχίσμα! Μέχρι το θάνατο!
Κι αν αδερφέ μου στη μάχη χαθείς
και το σπαθί των τριάντα σε κόψει,
θα σε θυμάμαι, εγώ κι άλλοι τόσοι,
σαν ένα παιδί στο πεδίο βολής.
Κι ήταν η μάχη χαμένη εξ αρχής,
κι ίσως η ελπίδα μου μ' είχε τυφλώσει,
μα εσένα σε βάραινε τούτη η γνώση,
γι' αυτό κι η πτώση σου ήρθε νωρίς.



Credits
Writer(s): Solidakis Emmanouil, Dpans Dpans
Lyrics powered by www.musixmatch.com

Link