Το Θέλγητρο

Είμαι ένα βήμα πριν την πτώση...
Σπρώξε με να πέσω απ' το γκρεμό κι ας με σκοτώσει το κενό,
υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μάθω να πετώ.
Κι άμα δε μάθω, το ότι έπεσα μου είναι αρκετό.

Άκου με φως μου,
ήμουν το παρ' ολίγον αμάρτημα της μητρός μου,
ώσπου την καθησύχασα.
Της είπα "Μάνα, μη στεναχωριέσαι, δε με σκότωσες εσύ,
με σκότωσαν αργά αργά οι άνθρωποι που πίστεψα".
Βουτηγμένος στα αμαρτήματα, πες στις ερινύες
ότι γύρισα, να 'ρθουν.
Δε φαίνεται η πληγή μου, αλλά χτύπησα
κι είναι βαθιά, τόσο που τα μάτια σου δε θα μπορέσουν να τη δουν.
Και μετανιώνω που δε σου 'δωσα μέχρι και τη ζωή μου,
γιατί αν στην είχα δώσει, τώρα θα 'τανε πιο εύκολο,
δε θα 'μουνα εδώ, δε 'χα μετανιώσει,
που έχω πέσει τόσο χαμηλά για κάτι ψεύτικο.
Κι είναι το βάρος ασήκωτο, γι' αυτό σ' ήθελα πλάι,
μα με χαλάει η ιδέα, αν δε με νιώθεις.
Εγώ ήθελα να μοιραστούμε το βάρος μας
κι εσύ απλά το δικό σου κάπου να φορτώσεις.

Για όσους πονάνε μιλάμε
κι όσοι πονάνε ρωτάνε "γιατί εγώ;"
μόνο που εδώ ο πόνος είναι θέλγητρο,
βλέπεις τον αποζητάμε·
δεν είναι εύκολο να πω πως φοβάμαι
να σ' αγαπώ, μα φοβάμαι.

Όποιος ξέρει ν' απομακρύνεται,
δεν ερωτεύεται, γι' αυτό δε φθείρεται,
λιγάκι ανοίγεται, όταν διψάσει για επαφή,
μα με μισό ποτήρι η δίψα του σβήνεται.

Κι όσοι δεν έμαθαν να κρύβονται,
όσοι δίνονται, δίχως να αμύνονται,
ζητούν μισοάδειο το ποτήρι που τους δίνεται,
γιατί άλλα λεν' για το νερό όσοι διψάνε κι όσοι πνίγονται.

Και δε με ξέρεις καριόλα,
είσαι πίνακας φτιαγμένος απ' το χρώμα μου,
στα μαύρα μου χρόνια.

Άφησε με να σου πω,
είμαι σαν τη Μόνα Λίζα, όπου και να στέκεσαι, θα σε κοιτώ.
Γιατί είμαι ο φάρος που σημαίνει την αρχή και την κατάληξη,
θα περιμένω πάντα υπομονετικά.
Περιπλανήσου όσο θες, άμα δε νιώσεις την αλμύρα της θαλάσσης
τότε πως θα εκτιμήσεις τη στεριά;

Ή μήπως είμαι ο βράχος κι εσύ το κύμα;

Κοίτα, μήπως το 'χει η μοίρα μας τελικά;

Να με καταστρέφεις τόσο αργά, από έξω προς τα μέσα,
όταν θέλεις να με πάρεις αγκαλιά;

Δε χωράς εδώ...

Γάμα το...
Γιατί μάλλον είσαι ο θάνατος,
μα με κρατάς αθάνατο, μέσα από τα γραπτά μου.
Ήσουν η νιότη μου μάγισσα, μα ήσουν βάσανο,
γιατί εγώ σ' αγαπώ, μα εσύ αγαπάς μόνο τα ελαττώματά μου.

Αντίο...

Όποιος ξέρει ν' απομακρύνεται,
δεν ερωτεύεται, γι' αυτό δε φθείρεται,
λιγάκι ανοίγεται, όταν διψάσει για επαφή,
μα με μισό ποτήρι η δίψα του σβήνεται.

Κι όσοι δεν έμαθαν να κρύβονται,
όσοι δίνονται, δίχως να αμύνονται,
ζητούν μισοάδειο το ποτήρι που τους δίνεται,
γιατί άλλα λεν' για το νερό
όσοι διψάνε κι όσοι πνίγονται.

Για όσους πονάνε μιλάμε
κι όσοι πονάνε ρωτάνε "γιατί εγώ;"
μόνο που εδώ ο πόνος είναι θέλγητρο,
βλέπεις τον αποζητάμε·
δεν είναι εύκολο να πω πως φοβάμαι
να σ' αγαπώ, μα φοβάμαι.

Όποιος ξέρει ν' απομακρύνεται,
δεν ερωτεύεται, γι' αυτό δε φθείρεται,
λιγάκι ανοίγεται, όταν διψάσει για επαφή,
μα με μισό ποτήρι η δίψα του σβήνεται.

Κι όσοι δεν έμαθαν να κρύβονται,
όσοι δίνονται, δίχως να αμύνονται,
ζητούν μισοάδειο το ποτήρι που τους δίνεται...



Credits
Writer(s): Solidakis Emmanouil, Dpans Dpans, Panagiotou Alexandros
Lyrics powered by www.musixmatch.com

Link