Η γειτονιά μου

Σηκώθηκα από το κρεβάτι 10 ετών
Και στο τραπέζι βρήκα πρωινό και χαρτζιλίκι
Μεγαλωμένος σε ένα σπίτι ταπεινών μικροαστών,
Να αρπάζω μου 'παν ευκαιρίες, το μέλλον μου ανήκει

Και στην αυλή ένας παππούς, μία γιαγιά
Κι ένας μικρόσωμος σκύλος που σπάνια γαβγίζει
Γιατί κρέμασαν τα όπλα και προτίμησαν να ζούνε αρμονικά
Για αυτό και το κακό πλέον δεν μας αγγίζει

Μεγάλα δέντρα σε αυλές που ιστορίες μαρτυράνε
Και στα κλαδιά πουλιά που κελαηδάνε
Οι γείτονες χρωστάνε μα ξέρουν να βαστάνε,
Πάντα χαμογελαστοί απ τα μπαλκόνια χαιρετάνε

Γεροπαράξενοι σοφοί στα καφενεία,
Μπόμπιρες στη πλατεία, πατεράδες και μανάδες
Ενήλικοι εν ενεργεία, μηδέν αστυνομία,
Σήμα κατατεθέν ο σεβασμός και οι αγκάλες

Και εμείς πιο κει σκορπισμένοι σε αλάνες,
Έχοντας στη παλέτα ευδιαθεσία και φαντασία
Γκραφίτι, ελευθερία και κοπάνες
Και αντί για σιδερικά στα χέρια κρατούσαμε μπάλες

Βλέμματα που κοιτάνε με απορία μετανάστες
Και παιδιά ψυχάρες που πνίγονται σε ψιχάλες
Συχνά πυκνά θα δεις να γίνονται καυγάδες
Γιατί αυτή η γειτονιά έβγαζε από πάντα κοριτσάρες

Εδώ σκαρφιστήκαμε τις πρώτες μας μπάρες,
Ακούγοντας Wu Tang και Αλφα Γάμα για βδομάδες
Εδώ χτίσαμε το Λόγο που σε φόβους δεν ενδίδει
Και έπειτα άρχισε το ταξίδι

Είπα θα γίνω η φωνή της γειτονιάς μου,
Να μη ξεχνάνε οι παλιοί και να μαθαίνουν τα παιδιά μου
Γιατί αλλού όσο μαθαίνανε να τρέχουν και να φεύγουν,
Στη γειτονιά μου μαθαίναν να παλεύουν

Και έπειτα ξύπνησα 29 ετών,
Αργοπορημένα καθώς πάλευα με το πάπλωμα
Ακόμα στο ίδιο σπίτι ταπεινών μικροαστών,
Άργησα για τη δουλειά κι αυτό είναι παράπτωμα

Γιατί αν δεν δουλέψω δεν έχει πρωινό
Κι ας η πίεση και το άγχος μου γαμάνε το μυαλό
Κι ας νιώθω μόνιμα χειμώνα το τελευταίο καιρό,
Το να χεις γνώμη θεωρείται πλέον έγκλημα εδώ

Και στην αυλή κοιτώ και βλέπω μόνο τη γιαγιά
Και ένα λύκο που γαβγίζει σε όποιον πλησιάζει
Γιατί ξαναδώσαμε τα χέρια με το σατανά
Κατά συνέπεια ο γείτονας να με στραβοκοιτάζει

Πουλιά πεινασμένα δίπλα σε δέντρα που κόπηκαν,
Σπίτια με ρωγμές και ανθρώπους που προδόθηκαν
Δεν ξανασήκωσαν κεφάλι όσοι σώθηκαν
Γιατί στοιχειώθηκαν τα μέρη που κάτι συμβόλιζαν

Πόσα σπατάλησες ψάχνοντας την ελπίδα,
Σε καφενεία που κλείσανε και γίνανε καζίνα?
Αστυνομοκρατία, μας χτυπάνε δίχως τσίπα
Όσο τα νέα μας κοιτάμε στην αρχική σελίδα

Οι αλάνες μείναν άδειες
Και οι περισσότεροι από μας μετανάστες ή εργάτες
Τα παιδιά γίνανε άντρες
Και τα κορίτσια γυναικάρες με μαυρισμένα μάτια από σφαλιάρες

Κι είδα πρότυπα να πέφτουν σαν αστέρια,
Τη θέση τους πήραν ανίδεοι που υμνούνε τη μιζέρια
Μιλάν με ασέβεια όσο κοιτάμε μ' απέχθεια
Κι ας όλοι υποφέρουμε από την ίδια ασθένεια

Τώρα παλεύουμε να κρύψουμε τη ντροπή και τη βρωμιά μας
Γιατί φρόντισαν άλλοι για μας και εμείς για τα παιδιά μας
Το χάος σκέπασε τη γειτονιά και ότι τη θυμίζει
Και εγώ βρήκα χίλους λόγους να γεμίσω το γαμήδι

Χωριζόμαστε κι αυτό είναι που κοστίζει
Θα το καταλάβεις αργά μα θα χει λήξει το παιχνίδι
Τα λέμε!



Credits
Writer(s): Apokliros 186
Lyrics powered by www.musixmatch.com

Link